ἀειγενέτης

ἀειγενής

ἀειγεννήτης
ἀει·γενής, ής, ές, qui a toujours existé, éternel, Xén. Conv. 8, 1 ; Plat. Leg. 773e ||
E Poét. αἰειγ. Opp. C. 2, 397.
Étym. ἀ. γένος.