ἀειναής

ἀείναος

ἀειναῦται
ἀεί·ναος, ος, ον, c. ἀέναος, Hdt. 1, 93, etc. ||
E Contr. att. -νως, ως, ων, Ar. Ran. 146.
Étym. ἀ. νάω.