ἀείζως

ἀειζώων

ἀειθαλής
ἀει·ζώων, ουσα, ον, gén. οντος, c. ἀείζωος, Call. Del. 314 ; Nonn. Jo. 1, 34 ; Anth. 1, 10, 35.
Étym. ἀ. ζώω.