ἀερόθεν

ἀεροκάρδαξ

ἀεροκώνωψ
ἀερο·κάρδαξ, ακος () [ᾱε] batailleur aérien, Luc. V.H. 1, 46.
Étym. conj. p. ἀεροκόρδαξ.