Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀερσιπέτης
ἀερσιπόδης
ἀερσίπορος
ἀερσι·πόδης,
ου
(
ὁ
) [
ῐ
]
c.
ἀερσίπους,
Nonn.
D.
10, 401
.