ἀερσιπότητος

ἀερσίπους

ἀέρσω
ἀερσί·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [] qui lève le pied, rapide, Il. 18, 532 ||
E Par contr. ἀρσίποδες, Hh. Ven. 211.
Étym. ἀείρω, πούς.