ἀγαλματίας

ἀγαλμάτιον

ἀγαλματοποιητική
ἀγαλμάτιον, ου (τὸ) [ᾰγμᾰ] statuette, petite image, Plut. Lyc. 25, Syll. 22 ; Luc. Somn. 3.
Étym. ἄγαλμα.