Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματουργία
ἀγαλματο·ποιός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰγμᾰ
] statuaire, sculpteur,
Hdt.
2, 46 ;
Plat.
Prot.
311
c
,
etc.
Étym.
ἄγ.
ποιέω
.