Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀγαλματουργία
ἀγαλματουργική
ἀγαλματουργός
ἀγαλματουργική,
ῆς
(
ἡ
)
s. e.
τέχνη
,
c. le préc.
M. Tyr.
131, 26 Dübn.