Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀγανακτητός
ἀγανακτικός
ἀγανακτικῶς
ἀγανακτικός,
ή, όν
[
ᾰᾰν
]
c.
ἀγανακτητικός
,
Luc.
Pisc.
14
dout.