ἀγανοφροσύνη

ἀγανόφρων

ἀγάνωρ
ἀγανό·φρων, ων, ον, gén. ονος [ᾰᾰ] aimable, doux, Il. 20, 467 ; Ar. Av. 1321.
Étym. ἀγανός, φρήν.