ἀγέληθεν

ἀγεληΐς

ἀγεληκόμος
ἀγεληΐς, ΐδος () []
1 fém. c. ἀγελαῖος, Numén. (Ath. 320d) ||
2 c. ἀγελείη, Corn. 20.
Étym. ἀγέλη.