ἀγέροχος

ἀγερσικύϐηλις

ἄγερσις
ἀγερσι·κύϐηλις () [ᾰῐῠ] prêtre quêtant pour Cybèle, Crat. (Com. fr. 2, 51).
Étym. ἀγείρω, Κυϐήλη.