ἄγεσκον

ἀγέστρατος

Ἀγέστρατος
ἀγέ·στρατος, ος, ον [ᾰᾰ] qui conduit ou entraîne les armées, Hés. Th. 925 ; Nonn. D. 26, 15 ; 28, 28.
Étym. ἄγω, στρατός.