Ἀγλαΐων

ἀγλαόϐοτρυς

ἀγλαόγυιος
ἀγλαό·ϐοτρυς, υς, υ, gén. υος, aux grappes splendides, Nonn. D. 18, 4.
Étym. ἀγλαός, βότρυς.