Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαόκολπος
ἀγλαόκουρος
ἀγλαό·κολπος,
ος, ον,
au sein brillant,
Pd.
N.
3, 56
(
Bgk ;
vulg.
ἀγλαόκαρπος
).
Étym.
ἀ. κόλπος
.