ἀγλαώψ

ἀγλευκής

ἄγληνος
ἀ·γλευκής, ής, ές, sans douceur, amer ou âcre, Luc. Lex. 6 ; p. opp. à γλυκύς, Arstt. Probl. 4, 12, 1 ||
Cp. -έστερος, Xén. Hier. 1, 21.
Étym. ἀ, γλεῦκος.