ἁγνός

ἄγνος

ἁγνόστροφος
ἄγνος, ου () agnus-castus ou gattilier, arbrisseau, Hh. Merc. 410 ||
E ὁ ἄγν. Plat. Phædr. 230b.
ἄγνος, ου () sorte de poisson, Ath. 356a.