ἀγοραστής

ἀγοραστικός

Ἀγόρατος
ἀγοραστικός, ή, όν [ᾰγ] qui concerne le commerce, Plat. Crat. 408a ; ἡ ἀγοραστική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 223c, le commerce.