ἀγριάω

ἀγρίδιον

ἀγριελαία
ἀγρίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petit champ, DS. 13, 84 ; Arr. Epict. 1, 1, 10 ; 2, 2, 17.
Étym. ἀγρός.