ἀγριελαία

ἀγριέλαιος

ἀγριηνός
ἀγριέλαιος, ος, ον :
1 d’olivier sauvage, Anth. 9, 237 ||
2 ἡ ἀγριέλαιος, olivier sauvage, c. ἀγριελαία, Th. H.P. 2, 3, 5 ; Thcr. Idyl. 7, 18 ; NT. Rom. 11, 17.