ἀγριοαπίδιον

ἀγριοϐάλανος

ἀγριόϐουλος
ἀγριο·ϐάλανος, ου () [ϐᾰᾰ] yeuse, chêne sauvage, Aqu. et Théodot. Esaï. 44, 14.