ἀγροϐόας

ἀγροϐότης

ἀγρογείτων
ἀγρο·ϐότης, ου () qui fait paître aux champs, rustique, Eur. Cycl. 54 ||
E Dor. -τας, Soph. Ph. 214.
Étym. ἀ. βόσκω ; var. ἀγροϐάτας.