ἀγροικία

ἀγροικίζομαι

ἀγροικικός
ἀγροικίζομαι (ao. ἠγροικισάμην, pf. part. ἠγροικισμένος) vivre ou parler en campagnard, être gauche ou grossier, Plat. Theæt. 146a ; Plut. Syll. 6, etc.
Étym. ἄγροικος.