ἀγροιώτης

ἀγροιῶτις

ἀγροκήπιον
ἀγροιῶτις, ιδος ()
1 campagnarde, villageoise, Sapph. 70 (éol. -οϊῶτις) ||
2 sauvage (forêt) Anth. 7, 411.