ἀγρώσσω

ἀγρώστης

ἀγρωστῖνος
ἀγρώστης, ου () campagnard, paysan, pâtre, Eur. Rhes. 266, 287 ; H.f. 377.
Étym. ἀγρός.
ἀγρώστης, ου ()
1 chasseur A. Rh. 4, 175 ||
2 sorte d’araignée, Nic. Th. 734.
Étym. ἄγρα.