Ἀγυλλαῖος

ἀγυμνασία

ἀγύμναστος
ἀγυμνασία, ας () [νᾰ] défaut d’exercice, oisiveté, Ar. Ran. 1088 ; Arstt. Nic. 3, 5, 15.
Étym. ἀγύμναστος.