ἀγύναικος

ἄγυρις

ἀγυρμός
ἄγυρις, εως () [ᾰῠ] rassemblement, foule, Eur. I.A. 753 ||
E Dat. ἀγύρει, Il. 16, 661 ; 24, 141 ; acc. ἄγυριν, Od. 3, 31.
Étym. éol. c. ἀγορά.