ἀγωνιστέον

ἀγωνιστήριος

ἀγωνιστής
ἀγωνιστήριος, α, ον [ᾰγ] qui sert pour la lutte, Anaxipp. (Ath. 169c) ; τὸ ἀγ. Arstd. t. 1, 108, emplacement pour le combat.
Étym. ἀγωνίζομαι.