ἀγωνιστικῶς

ἀγωνοθεσία

ἀγωνοθετέω-ῶ
ἀγωνοθεσία, ας () [ᾰγ] fonction d’agônothète, Plut. Ages. 21.
Étym. ἀγωνοθέτης.