αἰγελάτης

αἴγεος

αἴγερος
αἴγεος, α, ον, de chèvre, Od. 9, 196 ; Hdt. 5, 58 ; ἡ αἰγέα (s. e. δορά) Jos. A.J. 1, 18, 6 ; ion. ἡ αἰγέη, Hdt. 4, 189, peau de chèvre.
Étym. αἴξ ; cf. αἴγειος.