αἰγιαλῖτις

αἰγιαλός

Αἰγιαλός
αἰγιαλός, οῦ () [] bord de la mer, rivage, grève, Il. 4, 422 ; Od. 22, 385 ; Thc. 1, 7 ; Xén. An. 6, 4, 4 ; distingué de ἀκτή, Arstt. H.A. 5, 15, 6.
Étym. αἶγες, vagues, v. αἴξ II, 4, et ἅλς.