Αἰγιεύς

αἰγίθαλλος

αἰγιθήλας
αἰγίθαλλος, ου [] ou αἰγιθαλός, οῦ () [ῐᾱ] mésange, oiseau, Ar. Av. 887 ; Arstt. H.A. 8, 3, 4 ; 9, 15, 2.
Étym. cf. αἴγιθος.