Αἰγώνεια

αἰγῶνυξ

αἰγώνυχον
αἰγ·ῶνυξ, υχος (ὁ, ἡ) [ῠχ] aux pieds de chèvre, Anth. 6, 35.
Étym. αἴξ, ὄνυξ.