αἰνιγματιστής

αἰνιγματώδης

αἰνιγματωδῶς
αἰνιγματώδης, ης, ες [] énigmatique, obscur, Eschl. Suppl. 464 ; Plat. Theæt. 180a.
Étym. αἴνιγμα, -ωδης.