Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἰνοπάτηρ
αἰνοπέλωρος
αἰνοπλήξ
αἰνο·πέλωρος,
ος, ον,
monstre effroyable,
Opp.
H.
5, 303
.
Étym.
αἰν. πέλωρον
.