αἰπόλος
αἶποςαἰ·πόλος, ου
(ὁ) qui prend soin des chèvres,
c. à d. qui mène paître les chèvres,
Il. 2, 474 ;
abs. chevrier, Od. 20, 173 ; Plat. Leg. 639a, etc. ||
E Par crase ᾡπόλος =
ὁ αἰπόλος, Thcr.
Idyl. 1, 12,
etc. ; 5, 10 ; ᾡπόλοι = οἱ αἰπόλοι,
Thcr. Idyl.
7, 13, etc.
Étym.
αἴξ, πολέω ; sur -πολος = -κολος de βουκόλος, cf. θεηπόλος, μουσοπόλος.