Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἰσχεοκερδής
αἰσχεόμυθος
αἰσχεόφημος
αἰσχεό·μυθος,
ος, ον
[
ῡ
]
c.
αἰσχρολόγος,
Man.
57, 592
.
Étym.
αἶσχος, μῦθος
.