αἰσχροεργέω-ῶ

αἰσχροεργία

αἰσχροεργός
*αἰσχροεργία, seul. contr. αἰσχρουργία, ας ()
1 action honteuse, Eur. Bacch. 1060 ; Xén. Lac. 3, 6 ||
2 obscénité, Eschn. 41, 13, etc.
Étym. αἰσχροεργός.