αἰσχρόμητις

αἰσχρομυθέω-ῶ

αἰσχροπαθής
αἰσχρο·μυθέω-ῶ, c. αἰσχρολογέω, Hpc. Epid. 3, 1109.
Étym. αἰ. μῦθος.