αἰσθητῶς

αἴσθομαι

ἀΐσθω
αἴσθομαι (seul. prés.) c. αἰσθάνομαι, Thc. 5, 26 ; Plat. Rsp. 608a ; Isocr. 27d ; Clém. 1, 1121 Migne, etc.