αἰθερονωμάω-ῶ

αἰθερόπλαγκτος

αἰθερώδης
αἰθερό·πλαγκτος, ος, ον, errant dans les espaces célestes, Orph. H. 5, 1.
Étym. αἰθήρ, πλάζω.