αἰτιατέον

αἰτιατική

αἰτιατικῶς
αἰτιατική, ῆς () [] (s. e. πτῶσις) accusatif, t. de gr. D. Thr. 656, 6 ; DH. 6, 800 Reiske ; Dysc. Pron. 272a.
Étym. αἰτιάομαι.