αἰτιολογητέον

αἰτιολογία

αἰτιολογικός
αἰτιολογία, ας () recherche ou exposition des causes, Str. 1, 3, 4 ; 17, 3, 10 Kram. ; Dysc. Conj. 498, 7 ; etc.
Étym. cf. αἰτιολογέω.