ἀκακοήθως

ἀκακοπαθήτως

ἀκακοποιός
ἀ·κακοπαθήτως [κᾰπᾰ] adv. sans douleur, Apoll. par. Hist. mir. 198, 29.
Étym. ἀ, κακοπαθέω.