ἀκαμής

ἀκαμπής

ἀκαμπία
ἀ·καμπής, ής, ές, c. ἄκαμπτος, Th. H.P. 3, 10, 4, etc. ||
Cp. -έστερος, Luc. D. deor. 10, 2.
Étym. ἀ, κάμπτω.