ἀκανθοϐάτις

ἀκανθοϐόλος

ἀκανθολογία
ἀκανθο·ϐόλος, ος, ον [ᾰκ]
1 qui produit des épines, Nic. Th. 542 ||
2 subst. τὸ ἀκ. pince pour extraire des esquilles d’os, P. Eg. 162 Briau.
Étym. ἄκ. βάλλω.