ἀκανθοστεφής

ἀκανθοφάγος

ἀκανθοφορέω-ῶ
ἀκανθο·φάγος, ος, ον [ᾰκφᾰ] qui mange des chardons, Arstt. H.A. 8, 3, 6.
Étym. ἄκ. φαγεῖν.