ἀκανθήεις

ἀκανθηρός

ἀκανθίας
ἀκανθηρός, ά, όν [ᾰκ] (seul. cp. -ότερος) muni d’arêtes, Arstt. H.A. 9, 37.
Étym. ἄκανθα.