ἀκανώδης

ἀκαπήλευτος

ἀκάπηλος
ἀ·καπήλευτος, ος, ον [κᾰ] non falsifié, sincère, Syn. Ep. 49, 1377 a Migne.
Étym. ἀ, καπηλεύω.